-
1 ὀστίτης μυελός
ὀστίτης μυελός, ὁ, Knochenmark -
2 ὀστίτης
ὀστίτης μυελός, ὁ, Knochenmark, sp. Medic.
-
3 ὀστίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀστίτης
См. также в других словарях:
οστίτης — ο (Α ὀστίτης) ως επίθ. αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ αυτά («οστίτης μυελός» οργανική ουσία που βρίσκεται μέσα στην κοιλότητα τών οστών) νεοελλ. φρ. «οστίτης ιστός» (ιστολ.) διαφοροποιημένος συνδετικός ιστός που αποτελείται… … Dictionary of Greek